- ιεροεργός
- ἱεροεργός, -όν (Α)βλ. ιερουργός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
ιερουργός — ὁ (ΑΜ ἱερουργός, Α και δωρ. τ. ἱερωργός και επικ. τ. ἱεροεργός) (νεοελλ. μσν.) ο ιερέας που τελεί τη θεία λειτουργία ή άλλη θρησκευτική τελετή αρχ. 1. ο ιερέας που τελεί τις θυσίες 2. φρ. «ἱερουργοὶ τῆς Ἀθηνᾱς» τα μέλη θρησκευτικού σωματείου το… … Dictionary of Greek